- ποταμοδέτης
- ο, θηλ. ποταμοδέτρα, η, Νμάγος που μπορεί να δέσει τον ποταμό, να σταματήσει τη ροή του.[ΕΤΥΜΟΛ. < ποταμός + δέτης/δέτρα (< δένω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ποταμός — Στη φυσική γεωγραφία είναι υδάτινο ρεύμα, που χαρακτηρίζεται από μία σχετική συνέχεια και σταθερότητα τροφοδοσίας και με τομή κοίτης, γενικά, αρκετά ομαλή. Συνήθως αντιδιαστέλλεται από τον χείμαρρο, που έχει πιο ανώμαλους και απότομους… … Dictionary of Greek